- πολυκαιρία
- ηπολύς χρόνος, μεγάλο χρονικό διάστημα: Τα φύλλα του βιβλίου κιτρίνισαν απ' την πολυκαιρία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πολυκαιρία — και πολυκαιριά, η, Ν [πολύκαρος] μακροχρόνιο διάστημα («η καρέκλα σκέβρωσε από την πολυκαιρία») … Dictionary of Greek
κάρο — (Carum). Ποώδες φυτό, ύψους 30 45 εκ., με λευκά ή –σπανιότερα– ρόδινα άνθη, που φύεται σε λιβάδια ορεινών περιοχών. Το γένος περιλαμβάνει περίπου 30 είδη, που ευδοκιμούν όλα στο βόρειο ημισφαίριο· έξι από αυτά συναντώνται και στα ελληνικά λιβάδια … Dictionary of Greek
κιτρίνισμα — το [κιτρινίζω] 1. απόκτηση κίτρινου χρώματος 2. ωχρή απόχρωση λευκών υφασμάτων ή χαρτιού η οποία προέρχεται από πολυκαιρία … Dictionary of Greek
κόψιμο — το (Μ κόψιμο) 1. η ενέργεια τού κόβω, κοπή («κόψιμο πίτας») 2. μείωση νεοελλ. 1. η πληγή ή το σημάδι που έμεινε από κοπή 2. ακμή κοφτερού οργάνου 3. ο τρόπος που κόπηκε κάτι ή το σχήμα που δόθηκε από την κοπή («έχουν ωραίο κόψιμο τα μαλλιά σου»)… … Dictionary of Greek
παράχρωσις — ἡ, Α [παραχρώννυμι] 1. χρωματική αλλαγή τής μελωδίας, χρήση της χρωματικής κλίμακας 2. (μτφ. για χαρακτήρα) απόχρωση 3. η εικόνα που αλλοιώθηκε το χρώμα της, τα αμυδρά χρώματα που χάνουν τον αρχικό τους τόνο από την πολυκαιρία ή από άλλη αιτία … Dictionary of Greek
πολυκαιρίζω — Ν [πολυκαιρία] 1. διαρκώ μεγάλο χρονικό διάστημα 2. συνεκδ. παλιώνω … Dictionary of Greek
πολυκαιρινός — ή, ό, Ν [πολυκαιρία] 1. αυτός που διαρκεί πολύ καιρό, μακροχρόνιος 2. παλιωμένος («πολυκαιρινό σπίτι») … Dictionary of Greek
πολυχρονία — ἡ, Α [πολυχρόνιος] μακρός χρόνος, πολύ καιρός, πολυκαιρία … Dictionary of Greek
σάπιος — ια, ιo, Ν 1. αυτός που έχει σαπίσει, που έχει αποσυντεθεί, που έχει υποστεί σήψη, ο σαπρός 2. (κατ επέκτ.) φθαρμένος από την πολυκαιρία, ετοιμόρροπος, κατεστραμμένος («σάπια καρέκλα») 3. (για πρόσ.) αυτός που έχει προσβληθεί από μια βαριά… … Dictionary of Greek
φθορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φθορή Α 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φθείρω, βαθμιαία καταστροφή, βαθμιαίος αφανισμός 2. απώλεια, βλάβη, ζημιά (α. «ο στρατός μας προξένησε μεγάλη φθορά στους εχθρούς» β. «ἐκφορίου ἀρταβῶν Χ ἀνυπολόγου πάσης φθορᾱς»,… … Dictionary of Greek